Ο Μανωλιός από τα Σφακιά ακολουθούσε το Δήμαρχο που ήταν και κουμπάρος του στα πανηγύρια. Σε ένα πανηγύρι που είχαν πάει του λέει ο Δήμαρχος:
- Εσύ Μανωλιό που ξέρεις καλές μαντινάδες, δε μας λες καμία να περάσει η ώρα;
Λέει λοιπόν ο Μανωλιός:
- Αν είστε πέντε φύγετε κι αν είστε δέκα ελάτε, το κρητικό μαχαίρι μου κανένα δε φοβάται, ανοξείδωτο!
Μετά από μια-δυο εβδομάδες σε ένα άλλο πανηγύρι του ζητάει ο δήμαρχος να πει ξανά μαντινάδα. Λέει λοιπόν ο Μανωλιός:
- Αν είστε πέντε φύγετε κι αν είστε δέκα ελάτε, το κρητικό μαχαίρι μου κανένα δε φοβάται, ανοξείδωτο!
Σε κάθε πανηγύρι ο Μανωλιός έλεγε αυτή τη μαντινάδα. Μια μέρα λοιπόν,...
αγανακτισμένος ο δήμαρχος του λέει:
- Καλά ρε Μανωλιό όλα τα αλλά, αλλά το ανοξείδωτο στο τέλος που κολλάει;
- Κατέχω εγώ ρε σύντεκνε; Ετσά το γράφει πάνω η μαχαίρα μου!
- Εσύ Μανωλιό που ξέρεις καλές μαντινάδες, δε μας λες καμία να περάσει η ώρα;
Λέει λοιπόν ο Μανωλιός:
- Αν είστε πέντε φύγετε κι αν είστε δέκα ελάτε, το κρητικό μαχαίρι μου κανένα δε φοβάται, ανοξείδωτο!
Μετά από μια-δυο εβδομάδες σε ένα άλλο πανηγύρι του ζητάει ο δήμαρχος να πει ξανά μαντινάδα. Λέει λοιπόν ο Μανωλιός:
- Αν είστε πέντε φύγετε κι αν είστε δέκα ελάτε, το κρητικό μαχαίρι μου κανένα δε φοβάται, ανοξείδωτο!
Σε κάθε πανηγύρι ο Μανωλιός έλεγε αυτή τη μαντινάδα. Μια μέρα λοιπόν,...
αγανακτισμένος ο δήμαρχος του λέει:
- Καλά ρε Μανωλιό όλα τα αλλά, αλλά το ανοξείδωτο στο τέλος που κολλάει;
- Κατέχω εγώ ρε σύντεκνε; Ετσά το γράφει πάνω η μαχαίρα μου!