Ηταν δύο Πόντιοι δημοτικοί υπάλληλοι και δούλευαν πυρετωδώς μέσα στο καταμεσήμερο. Ο ένας έσκαβε, έσκαβε, έσκαβε και έφτιαχνε τρύπες, και ο άλλος τον ακολουθούσε και τις γέμιζε ξανά με χώμα.
Ενας περαστικός που τους χάζευε, απόρησε τι κάνανε αφού ο ένας έσκαβε και ο άλλος ξαναγέμιζε τις τρύπες.
Λέει λοιπόν σ' αυτόν που έσκαβε:"Πραγματικά εκτιμώ τη δουλειά που κάνετε και το ότι δουλέυετε με τόση όρεξη για την πόλη μας, αλλά τι στο διάολο...
κάνετε, αφού ο άλλος έρχεται και σου ξαναγεμίζει τις τρύπες που σκάβεις!;"και ο Πόντιος απαντάει:
"Αστείο πρέπει να φαίνεται, έ; ...αλλά αυτός που φυτεύει τα δέντρα είναι άρρωστος σήμερα!"...
Ενας περαστικός που τους χάζευε, απόρησε τι κάνανε αφού ο ένας έσκαβε και ο άλλος ξαναγέμιζε τις τρύπες.
Λέει λοιπόν σ' αυτόν που έσκαβε:"Πραγματικά εκτιμώ τη δουλειά που κάνετε και το ότι δουλέυετε με τόση όρεξη για την πόλη μας, αλλά τι στο διάολο...
κάνετε, αφού ο άλλος έρχεται και σου ξαναγεμίζει τις τρύπες που σκάβεις!;"και ο Πόντιος απαντάει:
"Αστείο πρέπει να φαίνεται, έ; ...αλλά αυτός που φυτεύει τα δέντρα είναι άρρωστος σήμερα!"...